ηθικότητα

ηθικότητα
η (Α ἠθικότης) [ηθικός]
νεοελλ.
1. η ιδιότητα τού ηθικού ανθρώπου, χρηστότητα, τιμιότητα, αρετή
2. (φιλοσ.) η συμφωνία τής βούλησης προς τον ηθικό νόμο η οποία προέρχεται από αγνή διάθεση
αρχ.
ο ηθικός λόγος, η προσήνεια, η ευπροσηγορία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηθικότητα — η ιδιότητα του ηθικού ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

  • ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • φρονιμάδα — η, Ν 1. φρόνηση, σωφροσύνη 2. σοβαρότητα χαρακτήρα 3. χρηστότητα, ηθικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. άδα (πρβλ. νοστιμ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • χρηστοήθεια — η, ΝΜΑ [χρηστοήθης] η ιδιότητα τού χρηστοήθους, ηθικότητα, τιμιότητα …   Dictionary of Greek

  • χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”